πρόχυμα

πρόχυμα
-ύματος, τὸ, ΜΑ [προχέω]
μσν.
χυμός που ρέει μερικές φορές από το σταφύλι («πρὶν θλιβῆναι τοὺς βότρυας, τὸ ἐξ αὐτῶν αὐτομάτως ἀποστάζον γλεῡκος, ὅ πρόχυμά τινες καλοῡσι», Γεωπ.)
αρχ.
1. λεκάνη για το πλύσιμο τών ποτηριών
2. δοκός οικοδομής που προεξέχει, προεξοχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρόχυμα — wine that flows from the grape neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχυμάτων — πρόχυμα wine that flows from the grape neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχύματα — πρόχυμα wine that flows from the grape neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”