- πρόχυμα
- -ύματος, τὸ, ΜΑ [προχέω]μσν.χυμός που ρέει μερικές φορές από το σταφύλι («πρὶν θλιβῆναι τοὺς βότρυας, τὸ ἐξ αὐτῶν αὐτομάτως ἀποστάζον γλεῡκος, ὅ πρόχυμά τινες καλοῡσι», Γεωπ.)αρχ.1. λεκάνη για το πλύσιμο τών ποτηριών2. δοκός οικοδομής που προεξέχει, προεξοχή.
Dictionary of Greek. 2013.